Η Βαρβάρα, οι βάρβαροι, και οι βαριοχτυπημένοι
Του Ορθαγόρα
Προσπαθώ ν' αγιάσω (που λέει ο λόγος ο άλογος) και δεν μ' αφήνουν! Πάνω που είπα ο χιονοσεβής να κάνω το καθιερωμένο μου ετήσιο προσκύνημα στο χιονοδρομικό του Παρνασσού, έσκασε στα βοθρομίντια το ψυχροπολεμικό ανακοινωθέν:
«Εδώ Τρομολαγνικός Σταθμός Αθηνών! Μεταδίδωμεν έκτακτον ανακοίνωσιν του Ελλαδικού Γενικού Φοβοχανείου. Αι μπαρμπαρικαί καιρικαί δυνάμεις αναμένεται να πλήξουν τα ημέτερα εδάφη εντός των επομένων ωρών. Συμπολίται! Η χιονοσταγής Μπάρμπαρα θα εισβάλει με όλην την ψυχράν και βάρβαρον ορμήν της εις τας πόλεις, τα χωρία, και τους αγρούς μας. Περιορίσατε πάραυτα τας ασκόπους μετακινήσεις. Όσοι εξ ανάγκης κινηθείτε εις τας οδούς, μην λησμονείτε τας αλύσους. Οι παραβάται θα τιμωρούνται ανηλεώς. Συμπολίται! Παραμένοντες εις τας οικίας σας, μένετε ασφαλείς».
«Που να σε πάρει Μπάρμπαρα!» φώναξα εξοργισμένος. «Τσάμπα γυάλιζα τόσες ώρες τα πέδιλα, τις μπότες, τα μπατόν, το κράνος, και την μάσκα;»
Παρά τον εύλογο θυμό μου, συνεμορφώθην με τας υποδείξεις. Α, όλα κι όλα, είμαι -ή, μάλλον, ήμουν- νομοταγής πολίτης εγώ! Ιδιαίτερα υπό την παρούσα κυβέρνηση των αρίστων και των ειδικών. «Να το ξέρετε», έλεγα σε φίλους και γνωστούς, «ο θεός μάς τον έστειλε τον Κυριάκο, ο θεός! Μήτε καν να φανταστώ διανοούμαι τι θα εκάμναμε χωρίς αυτόν»...
Έριξα μια γρήγορη ματιά στις καιροπροβλέψεις για την περιοχή μου και βγήκα για προμήθειες.
Πρώτη στάση στο κατάστημα πώλησης αξεσουάρ αυτοκινήτων. Στήθηκα στην ουρά και περίμενα υπομονετικά την σειρά μου. Ύστερα από 50 λεπτά, κρατούσα περιχαρής στα χέρια μου τις ολοκαίνουργιες αυστριακές αλυσίδες χιονιού. Τις πλήρωσα, βέβαια, κομματάκι ακριβά, μα δεν παραπονιέμαι -οι καμπύλες ζήτησης και προσφοράς προσδιορίζουν τις τιμές στην φιλελεύθερη και ανέλεγκτη δημοκρατία μας.
Οι δρόμοι ήταν πεντακάθαροι, αλλά των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν. Κι εγώ είμαι από φρόνιμη γενιά. Έτσι, ξόδεψα άλλα 10 λεπτά για να τις φορέσω στο όχημα κι έβαλα μπρος για το σούπερ-μάρκετ της περιοχής.
Ο θόρυβος που έκαναν οι αλυσοδεμένοι τροχοί στην κατάστεγνη άσφαλτο ήταν ενοχλητικός, αλλά τον υπέμεινα με στωικότητα. Ούτε οι εφτά-οχτώ ψεκασμένοι οδηγοί, που κορνάριζαν και με φασκέλωναν βρίζοντας, στάθηκαν ικανοί να διαταράξουν την ηρεμία μου.
Καθώς δυσκολεύτηκα να βρω θέση παρκαρίσματος στο αχανές πάρκινγκ, υπέθεσα πως το σούπερ-μάρκετ θα είναι κατάμεστο. Και όντως ήταν. Λες κι είχαν πέσει σμήνη ακρίδων στα ράφια και στους διαδρόμους!
«Τελικά, είμαστε πολλά των φρονίμων τα παιδιά» ψιθύρισα χαμογελώντας, και ρίχτηκα στον... αγώνα. Σπρώχτηκα, έσπρωξα, διαπληκτίστηκα εντός πλαισίου πολιτικής ορθότητος -ιδιαίτερα στις πτέρυγες με τα κωλόχαρτα και τα εμφιαλωμένα νερά- αλλά κατάφερα να φτάσω στο ταμείο με το μεγάλο καρότσι μου σχεδόν ξεχειλισμένο. Πήρα όλα όσα χρειαζόμουν για μία τουλάχιστον εβδομάδα.
Πίσω στο σπίτι. Τακτοποίησα τις προμήθειες, ανέβασα τις τέντες της βεράντας, φόρεσα τα ισοθερμικά μου εσώρουχα, τις χειμερινές πυτζάμες, δύο μάλλινα πουλοβεράκια, σκούφο πλεκτό, και τα εύχρηστα μαύρα γάντια με τα κομμένα δάχτυλα.
«Έτοιμος για σένα, Μπάρμπαρα!» αναφώνησα με έπαρση.
Για να μην τα πολυλογώ, πέρασα τις επόμενες ημέρες και νύχτες συντονισμένος στα ρεπορτάζ των πετσωμένων και στα κοινωνικά τα δίκτυα. Κι ήταν μερόνυχτα αποκάλυψης, ομολογώ. Όχι του Ιωάννη, όχι της Μπάρμπαρα που αποδείχθηκε σεμνότυφη Βαρβάρα, αλλά των... βαρβάρων ημών πολιτικών.
Γιατί αυτοί είναι τελικά οι βάρβαροι που ματαίως περίμεναν οι πολίτες του Καβάφη. Σας το λέω εγώ, ο μετανοημένος φρόνιμος και νομοταγής. Δεν ήρθαν, γιατί ήταν από πάντα εδώ, ανάμεσά μας, ή μάλλον πάνω μας, κατσικωμένοι στον ταλαίπωρο σβέρκο μας.
Αυτοί είναι οι βάρβαροι, κι εμείς οι βαριοχτυπημένοι. Αυτοί οι ψεύτες, κι εμείς οι πλανημένοι. Αυτοί οι κλέφτες, κι εμείς τ' ανυποψίαστα θύματα της κλοπής. Αυτοί οι βιαστές, κι εμείς οι βιασμένοι. Αυτοί οι τρομολάγνοι, κι εμείς οι τρομοκρατούμενοι. Αυτοί οι διαιρούντες, κι εμείς οι διαιρεμένοι. Αλλά και... αυτοί οι λίγοι, κι εμείς οι πολλοί!
«Α ρε Νικόλα, φίλε μου καλέ, πόσο δίκιο είχες!» μονολόγησα συντετριμμένος. «Φτάνει πια, είμαι έτοιμος!»
Τον κάλεσα στο κινητό και του ζήτησα να πάμε στα γραφεία της ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ.
Για να ενωθώ, επιτέλους, με τ' αδέρφια μου.
Για να πάψω να είμαι βολικός και βαριοχτυπημένος.
Για να πάρουμε την ζωή και την χώρα μας στα χέρια μας.
Για να διώξουμε τους βαρβάρους.
Δεν υπάρχουν σχόλια